- πολύθρους
- πολύθρουςclamorousmasc/fem nom plπολύθρουςclamorousmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek
πολύθρουν — πολύθρους clamorous masc/fem acc sg πολύθρους clamorous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθροον — πολύθροος clamorous masc/fem acc sg πολύθροος clamorous neut nom/voc/acc sg πολύθρους clamorous masc/fem acc sg πολύθρους clamorous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek
πολυθρόοις — πολύθροος clamorous masc/fem/neut dat pl πολύθρους clamorous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθροε — πολύθροος clamorous masc/fem voc sg πολύθρους clamorous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθροος — clamorous masc/fem nom sg πολύθρους clamorous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)